Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε από τον A. Majuri («Una nuova poesia di Theodoro Prodromo in greco volgare», BZ 23 (1920) 397-407) και μεταγράφεται εδώ από αυτή την έκδοση (μαζί με τις κριτικές σημειώσεις του εκδότη).
Το κείμενο πααραδίδεται στον κωδ. Vat. gr. 1823. Το ποίημα χρησιμοποιήθηκε από τον Hörandner ως επιχείρημα για την ταύτιση του Πτωχοπροδρόμου με τον Θεόδωρο Πρόδρομο.
Ο Hans Eideneier αναλύει το ποίημα στην εισαγωγή της έκδοσης του Πτωχοπρόδρομου και δεν αποδέχεται την άποψη του Hörandner.
Το ποίημα σε μορφή XML βρίσκεται εδώ.
Οι σύνδεσμοι στους αριθμούς των φύλλων του χφ. οδηγούν στις ψηφιοποιημένες εικόνες από τη Βατικανή βιβλιοθήκη.
Τοῦ φιλοσόφου τοῦ Προδρόμου στίχοι δεητήριοι
f. 195r
[1] Ὡς φαίνεται, φιλόχριστε δέσποτα, δέσποτά μου,
[2] ἀστὴρ τοῦ κόσμου φαεινέ, λαμπτὴρ κοινὲ ῾Ρωμαίων,
[3] κάλλος τοῦ διαδήματος, ἀγλάϊσμα τοῦ στέφους
[4] καὶ τῆς πορφύρας καύχημα καὶ δόξα βασιλείας,
[5] ὡς φαίνεται, ὁ γραμματικὸς τὸν εἶπες πρὸ τῶν ἄλλων
[6] νὰ σ᾽ ἐνθυμίση λόγῳ μου νὰ μὲ χειραγωγήσῃς,
[7] ἢ μάχην εἶχε μετ᾽ ἐμοῦ, ἢ περισσὰ νυστάζει,
[8] καὶ δι᾽ αὐτὸ ἀπελησμόνησε νὰ ποιήσῃ τὸ τὸν εἶπες,
[9] καὶ οὐκ ἐνθυμίζει σε ποσῶς διὰ τὴν ὑπόθεσίν μου.
[10] πλὴν κἂν αὐτὸς ἐλησμονῇ, πλὴν κἂν αὐτὸς νυστάζῃ,
[11] ἐγὼ πονῶ καὶ ἐγὼ ἀγρυπνῶ καὶ ἐγὼ νὰ σ᾽ ἐνθυμίσω.
[12] γίνωσκε, κράτιστε βλαστὲ τῆς ἱερᾶς πορφύρας,
[13] γίνωσκε, φῶς ῥωμαϊκόν, γίνωσκε, κόσμου λύχνε,
[14] γίνωσκε θεῖε βασιλεῦ, περὶ τοῦ σοῦ Προδρόμου,
[15] ὅτι οὐκ ἐγένετο ποτὲ δοῦλος πολλῶν κυρίων,
[16] ἀλλ᾽ οὐδὲ πολυδέσποτος, ἀλλ᾽ οὐδὲ χορογύρης,
[17] οὐδ᾽ εἰς αὐλὰς ἐσέβηκα τοῦ δεῖνος καὶ τοῦ δεῖνος,
[18] καὶ μὴ ‘ἀπὸ τούτου οὐ ρογευθῶ, νὰ ρογευθῶ ἀπ᾽ ἐκείνου’,
[19] καὶ μὴ ‘ὁ δεῖνα οὐ δώσει τον, ὁ δεῖνα νὰ τὸν δώσῃ’
[20] ἀλλ᾽ ἀπ᾽ αὐτῆς τῆς βρεφικῆς καὶ πρώτης ἡλικίας,
[21] μίαν αὐλὴν ἐγνώρισα καὶ ἕνα αὐθέντην ἔσχον,
[22] τὴν ἱερὰν βασίλισσαν τοῦ κράτους σου τὴν μάμμην,
[23] ἐξ ἧς καὶ ποριζόμενος τὰ ζωαρκῆ τοῦ βίου
[24] ἔζων σὺν τοῖς μαθήμασι καὶ μετὰ τῶν βιβλίων·
195v
[25] ἐκείνης δὲ πρὸς οὐρανὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἀρθείσης,
[26] πάλιν τὸν σὸν μεγαλουργὸν δεσπότην καὶ πατέρα
[27] τὸν αὐτοκράτορα τῆς γῆς, τὸν μέγαν Ἰωάννην,
[28] τὸν πορφυράνθητον βλαστὸν ἔσχον δεσπότην μόνον
[29] καὶ τούτου τοῖς δωρήμασι καὶ ταῖς φιλοτιμίαις
[30] ἀπήρκουν ζωαρκούμενος μή τινος ἄλλου χρῄζων.
[31] νῦν δὲ καὶ τούτου πρὸς θεὸν γῆθεν μεταθεμένου,
[32] σοὶ μόνῳ πάλιν πέποιθα, πρὸς σὲ θαρρῶ καὶ μόνον·
[33] ἂν σὺ παράσχῃς μοι τροφήν, ἂν χορηγήσῃς πόσιν,
[34] ἔχω καρδίας στηριγμόν, ἔχω ζωῆς ἐλπίδα,
[35] ἂν δ᾽ οὐ παράσχῃς, τέθνηκα· τίς μοι γὰρ ἄλλος δώσει;
[36] καὶ σκόπησε, παρακαλῶ, καὶ βάλε το εἰς τὸν νοῦν σου·
[37] ἂν ἀποθάνῃ ὁ Πρόδρομος ἀπὸ στενοχωρίας,
[38] καὶ τότε ἐπὶ τοῦ κράτους σου καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν σου,
[39] ποῦ νὰ εὕρῃς ἄλλον Πρόδρομον τοιοῦτον, τὴν κεφαλήν σου;
[40] ἂν τύχῃ ἂν εἴπῃς τὸν ζουγλὸν νὰ ποίσῃ ἀντίσηκόν μου,
[41] οὐκ ἐγνωρίζεις, δέσποτα, τὸν Πρόδρομον τὸν ἔχεις·
[42] αὐτὸς ὁ Εὐλάλιος καὶ ἂν ἔλθῃ καὶ ὁ Χήναρος ἐκεῖνος
[43] καὶ ὁ Χαρτουλάρις ὁ ἀκουστὸς, οἱ πρῶτοι τῶν ζωγράφων,
[44] τοιοῦτον οὐκ ἐξορθώνουσι, κανεὶς μὴ σὲ κομπώνῃ,
[45] λογιούτζικον, σοφούτζικον ἐκ τοὺς ἐπιλεγμένους,
[46] πατέρα τῶν γραμματικῶν, πατέρα τῶν ῥητόρων,
196r
[47] πατέρα τῆς στιχουργικῆς καὶ τῆς λογογραφίας·
[48] ὅμως, ἄς σε εἴπω τίποτε, καὶ σεμνοτζουρουχίτζην,
[49] καὶ τριβολίτζιν εὐφυὲς καὶ δόκιμον στρεπτάριν;
[50] ἀλλ᾽ οὐχὶ Πρόδρομον δεινὸν ἐκ τοὺς ἀγριοπροδρόμους,
[51] οὐδὲ φιλόσοφον σαλὸν ἐκ τοὺς παρατρεμμένους.
[52] ὅμως ἐλπίζω εἰς τὸν Χριστὸν καὶ εἰς τὴν αὐτοῦ μητέρα,
[53] νὰ ζῇς καὶ μονοκρατορῇς ἄχρι μακρῶν αἰώνων,
[54] καὶ νὰ ἰδῃς καὶ τὸν Πρόδρομον, καὶ νὰ τὸν δοκιμάσῃς·
[55] καὶ ἂν ποιῇ το νὰ τὸν προσπαθῇς καὶ νὰ τὸν ἔχῃς δοῦλον,
[56] ἔχε τον καὶ προσπάθει τον καὶ ἂς ἔνι ὡς ἰδικός σου·
[57] εἰ δὲ καὶ μή, εἰς τὸν Ὄλυμπον πέμψε τον νὰ μονάσῃ·
[58] εκεῖ πολλὰ εἶν᾽ τὰ κάστανα καὶ ὡς θέλει ἂς μαρυκᾶται.
[59] ποίησον σταυρόν, ἐξάφες μᾶς, πιάσε, προσπάθησόν με,
[60] καὶ πείρασαι καὶ μάθε με καὶ τότε ἂν μ᾽ ἐξεπλέξῃς·
[61] ὧδε ἔχω τὸ κεφάλιν μου καὶ ἀποκεφάλισόν με.
[62] τέως τώρα δόςμε τίποτε καλὴν φιλοτιμίαν·
[63] τρεῖς χρόνους, μὰ τὸ κράτος σου καὶ μὰ τὴν κεφαλήν σου,
[64] οὐκ οἶδα ἐκ τὸ βεστιάριν σου χαλκοῦν, ὁλοκοτίνιν,
[65] καί, ἄν το εἴπω κορακιστικόν, τζιρίζουσι τὰ βράκη.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...
Σχετικά